ξωμερίτικος

ξωμερίτικος
η , ο чужестранный, пришлый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξωμερίτικος" в других словарях:

  • ξωμερίτικος — η, ο [ξωμερίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξωμερίτη …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξωμερίτικος — η, ο που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωμερίτη (βλ. λ.) ή που προέρχεται από τα έξω μέρη, ξενικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»